- ομφαλοκυστικός
- -ή, -ό1. ανατ. αυτός που αναφέρεται στον ομφαλό και στην ουροδόχο κύστη2. φρ. «ομφαλοκυστικοί σύνδεσμοι»ανατ. τρεις χορδές συνδετικού ιστού που συνδέουν τον ομφαλό με την ουροδόχο κύστη και ανασηκώνουν το περιτόναιο σε πτυχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + κυστικός (< κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.